αναλήψιμος

αναλήψιμος
-η, -ο (Α ἀναλήψιμος, -ον) [ανάληψη (-ις)]
ο σχετικός με την Ανάληψη τού Χριστού
||νεοελλ. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που μπορεί να τόν αποσύρει κανείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”